Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Έφυγες κι όλα μοιάζουν όνειρο κάκο..

Αγαπητή γιαγιά,
Μου λείπεις..Γιατί; Γιατί εφυγες;
Πάνε σχεδόν δύο χρόνια..πως πέρασε ο καιρός εγώ δεν κατάλαβα..νομίζω είναι μολίς χθες που ένιωθα εκέινο το απαίσιο σφίξιμο στο στομάχι, που γυρνώντας σπίτι αντίκρισα την αλλή γιαγιά μου..τοτέ ήταν που τα κατάλαβα όλα. Εσύ, εσύ είχες φύγει για πάντα. Δεν μιλήσα, ούτε η γιαγιά μου είπε κάτι, η σιωπή τα έλεγε όλα, και τα έλεγε όλα τόσο ώμα. Το περιμέναμε ότι θα εφευγές μα εγώ δεν το πιστεύα..δεν ήθελα να το πιστέψω, πιστευώ σε εσένα, ελπίζα ότι θα νικούσες, και ότι τα λογιά σου δεν θα εβγαίναν αληθινά.Όμως για άλλη μια φορά ήμουν λάθος. Δεν εκάτσα να φάω, δεν εκάτσα καν στο σαλόνι να κάνω παρέα με τη γιαγία.. ετρέξα στο δωμάτιο μου, έβαλα τις πιτζάμες μου και ξάπλωσα να 'κοιμήθω' δεν μπορούσα όμως, κοίτουσα απλά το ταβάνι, δεν μου είχαν πει ακόμα ότι εφύγες και δεν ηθέλα να κλάψω, αλλώστε τα δακρύα δεν κυλούσαν, για μένα εκέινη την ώρα ακόμα παλεύες, αν και το ήξερα, δεν ήθελα να το παραδεχτώ, αποκλιέται να εφύγες και να με αφήσες, αποκλιέτε. Αλλώστε μου είχες δώσει μια υποσχεσή θυμάσαι; Όμως δεν την τήρησες.. Βασικά μου έδωσες 2 υποσχεσείς.. η μια ήταν πριν καν πάθεις αυτό το καταραμένο εγκεφαλικό, ήταν να μου φτιάξεις το αγαπημένο μου φαί μόλις τελειώνα τη διατροφή που έκανα, ήσουν τοσό χαρουμένη που κόντευα να φτάσω το στόχο μου.. και η αλλή ήταν μέτα που έπαθες το εγκεφαλικό, όταν σε επισκεφτήκα για πρώτη φόρα. Όταν άνοιξες για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια σου, με κοιτάξες, κάτι προσπάθησες να μου πεις μα δε κατάλαβα..μου έσφυξες το χέρι και δάκρυσες..ήθελα να δακρύσω και γω αλλά δε μπορούσα μπροστά σε όλους αυτούς που ήταν εκεί. Όταν μου έσφιξες το χερί εγώ νόμιζα ότι ήταν υπόσχεση πως θα κατάφερνες να γίνεις κάλα, πως αυτό το καταραμένο εγκεφαλικό που ήταν τόσο απαίσιο να ακού την μικρή μου αδερφή να το περιγράφει, να λέει ότι πήγε να την πάρεις να κάτσει στα γόνατα σου και εσύ ξαφνικά έπεσες από την καρεκλά και στρ'αβωσε το στόμα σου, αλλά αλλό να το ακούς από το στόμα ενός παιδιού που το περιγράφει με ζωντανία γιατί δε ξέρει τι είναι στα αλήεθια. Αυτό το καταραμένο εγκαφαλικό δεν θα σε νικούσε, δεν θα σε οδηγούσε στο θάνατο. Ακόμα δεν μπορώ να προφερώ τη λέξη θάνατος..είναι τόσο απαίσια και δε μπορεί να συνέβηκε αυτό σε εσένα. Όμως τελικά ούτε αυτή την υπόσχεση τήρησες..Καθόμουν για ώρες και έβλεπα το ταβάνι και μετά ήρθε ο μπαμπας μου, μου το είπε. Δεν εκλάψα μπροστά του, τα μάτια μου είχαν στεγνώσει. Δεν είχα καταλάβει τι μου είχε πει, δεν το είχε επεξεργαστεί ακόμα ο εγκέφαλος μου. Πήγα ξάνα στο δωμάτιο μου και εκάτσα στο κρέβατι έβλεπα το κένο και ξαφνικά άρχισα να κλαίω, τελικά όντως ήταν κακό προαίσθημα το σφύξιμο στο στομάχι. Εκλάψα λιγό, πολύ λιγό. Δεν πρόλαβα, ήρθαν οι μικρές αδερφές μου να μου ζήτησουν να τις βοήθησω να ζωγραφίσουν κάτι για να σου το δώσουν να το πάρεις μάζι σου. Επρέπε να είμαι δύνατη, να μην κλάψω μπροστά τους. Και τα κατάφερα. Όταν μου ζήτησε η μικρή να της φτιαξώ έναν αγγέλο για να σε κράτα από το χερί και να πηγαίνει στο Θέο, δεν άντεξα πήγα στη τουάλετα, έκλαψα για 5 λέπτα και μετά βοήθησα τη μικρή να ζωγραφίσει τον αγγέλο να σε κρατά από το χέρι.Με αυτά και με τα άλλα πέρασε η μέρα. Δεν ήθελα να μείνω μόνη μου, δεν ήθελα να παω για ύπνο. Το κένο μεγαλώνε..το ήξερα. Όμως έπρεπε κάποτε να πάω για ύπνο, δεν μπορούσα να μείνω αϋπνη, πως θα αντέχα την μεγάλη αυριανή μερά που θα σε αποχαιρετούσα για πάντα; Πώς μπορούσα να το κάνω αυτό; Θα το έκανα όμως είτε το ήθελα είτε όχι για αυτό πηγά για 'ύπνο'. Αμφιβάλλω αν κοίμηθηκα πάνω απο 3 ώρες. Ξάπλωσα και έκλαιγα μόνη μου μέχρι που γυρώ στα μεσάνυχτα με ακούσε η θεία μου που ήρθε να μείνει μαζί μας το βράδυ γιατί οι υπολοιποί θα ήταν στο σπίτι σου και μενα δεν με αφήναν να έρθω. Τέλος πάντως ήρθε η θεία μου και ξάπλωσε μαζί μου, και κλαίγαμε παρεά μέχρι που με πήρε ο ύπνος και δεν ήθελα να ξύπνησω δεν ήθελα να νιώσω άλλο πόνο.Και όμως ξύπνησα πιο νωρίς απ'όλους μα δε σκώθηκα από το κρεβατί εμείνα εκεί ξαπλωμένη μα τα μάτια μου πρησμένα κατακκόκινα και μόλις το καταλάβα φτου  και απ'την αρχή. Ήταν δύσκολη μέρα. Δεν αντεχά να βλέπω τόσο κοσμό, μα πιο πολύ δεν αντέχα να βλέπω τους ανθρώπους που αγαπούσα να κλαίνε και να πονάνε, και ακόμα περισσότερο δεν αντεχά να σε βλέπω έσενα εκέι να είσακ ξαπλωμένη τόσο ηρέμη και να κοιμάσε  δίχως να κουνιέσε, διχώς να καταλαβαίνεις ότι ολή αυτή η φασαρία ήταν για σένα. Εγώ δεν ήθελα να σε δω εκεί μέσα αυτό θα σήμαινε πως όντως έφυγες και ότι δεν μου είχαν πει ψέματα. Η μέρα ήταν απαίσια, ακόμα και ο Θέος έδειχνε τη λύπη του με το συννεφιασμένο ούρανο και τις δυνατές βρόχες, ακόμα και Αυτός εκλαίγε. Όλοι μου οι συμμαθήτες εφύγαν από το σχολείο, έχασαν το καλύτερο μέρος του συνέδριου για να ερθούν να είναι μάζι μου. Τους είδα όλους εκεί, κι ας μην ήρθαν όλοι να μου μιλήσουν.. ξαφνικά δεν ενιώθα και τόσο μονή, αλλά αυτή η αισθήση κράτησε πολύ λιγό μόνο μέχρι που άρχισαν να σε σκέπαζουν με χώμα και αυτό σήμαινε πως δεν θα ξαναδώ πότε πια. Μέτα πήγαμε σπίτι σου, εγώ κλείστηκα στο δωμάτιο σου και κοιμήθηκα εκεί στο κρεβατί σου, όπως κάνω κάθε Κυριακή όταν πήγαινουμε εκεί για φαγητό  από τότε και αρνούμε να σηκωθώ χωρίς να το θέλω επείδη θα φύγουμε ή για να φάω.Οι μέρες περνούσαν και εφτάσε Σαββάτο. Μετά από πολλά χρόνια ξυπνήσα ξανά πρώτη, ανοίξα την τηλεόραση και περιμένα το τηέφώνο να χτυπησεί και να είσαι εσύ, να με ρωτάς αν ξερώ αν σε χρειάζετε η μαμά μου για σήμερα, και γω να σου λεώ πως δεν ξέρω αλλά να ερθείς γαι περιπάτο. Πότε δεν ξαναπήρες όμως..ακόμα τα Σάββατα περιμένω να πάρεις κι ας μη το ξερείς κανένας, κι ας το ξεχναώ και γω μερικές φορές, πάντα όμως τρέχω να δω τον αριθμό περιμένοντας ότι θα είναι ο δικός σου. Βδομάδες μετά ακούγα ακόμα την αδερφή μου να χοροπηδα και να λέει σε όλους ότι είσαι στο νοσοκομείο και ότι θα γυρίσεις σπίτι σε λιγές μερές.. Στους 2 μήνες μαλλόν αποφάσισε πως εφύγες για πάντα. Εμένα μετά απο δύο χρόνια ακόμα με πιάνει το παραπάνο που εφύγες...τώρα δεν εχώ κανένα να με καταλαβαίνει, δεν εχώ κανένα να κλαίμε παρέα για μικρούς ασήμαντους λογόυς, δεν εχώ κανένα να κλαίμε παρέα χώρις να κάνει ερωτήσεις πώς και γιατί και απλά να με παρηγορεί.. Εφυγές ετσί χωρίς ένα γειά, χωρίς να μου πεις για τελευταία φορά πόσο μ'αγαπάς και πόσο περηφανή ήσουν για μένα, μου εχεί λειψεί να το ακούσω αυτό από εσένα, μου εχείς λειψεί εσύ. Ακόμα δεν καταλαβά γιατί..ακομά δεν με βασανιζεί το γιατί εσύ...
Πάντως θέλω να ξέρεις πως σε αγαπώ και θα σε αγαπώ για πάντα. Πότε δε πρόκειτε να σε ξεχάσω όσο μακρύα και να πάω. Και να ξέρεις είσαι ένας από τους λίγους λόγους που θα ερχόμαι πίσω.
Σ'αγαπώ, μακάρι να είσαι καλά εκεί που είσαι και να ησύχασες..
Καπότε θα συναντηθούμε ξάνα το ξέρω..και θα νιώσω και πάλι τη ζεστή αγκαλιά σου, και την θερμή της ανάσας σου στο προσώπο μου αυτό σου το υποσχόμαι θα συναντηθούμε ξανά.

4 σχόλια:

  1. Θα την έχεις μέσα στην καρδούλα σου =)
    και κάποια στιγμή θα τα ξαναπείτε όπως παλιά!
    Καλό σου βράδυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. την έχω και πάντοτε θα την έχω..
    το ξέρω..
    να'σαι καλά,να πέρνας όμορφα..(:

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. γι αυτο εχουμε τις αναμνησεις.μικρες απλες στιγμες, απο αυτες που θα ειναι μαζι σου τα δυσκολα βραδια και θα σε παρηγορουν χωρις να το καταλαβεις.οι ανθρωποι ερχονται και φευγουν.. αλλα αυτο δεν σημαινει πως τους αφηνουμε εμεις.. δεν θα πω ψεμματα.ποναει.. αλλα στο τελος πανε ολα καλα οπως και πηγαν.φιλακια πολλα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. στη τελική όμως κάθε τέλος πονάει
    απλά χρειάζεται χρόνος μέχρι να μάθουμε να ζούμε με την απώλεια.
    φιλιά χ

    ΑπάντησηΔιαγραφή