Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Για τα αλλού - μη ελπίζεις - δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό..

Πάντα ήταν παγιδευμένη. Παγιδευμένη στον ίδιο της τον εαυτό. Έτσι ένιωθε. Έτσι ήταν.  Και δεν ήλπιζε ότι θα αλλάξει κάτι σύντομα. Πάντα έτσι θα ήταν, παγιδευμένη στον εαυτό το της, που τόσο σιχαίνεται, που απεχθάνεται. Να αναρωτιέται, αν θα φτιάξουν  ποτέ τα πράγματα, ή αν θα είναι πάντα τόσο σκατά. Αν θα είναι αυτή πάντα τόσο σκατά. Αν θα τα κάνει πάντα τόσο σκατά. Τόσο απελπιστικά σκατά. Με τα πάντα. Δεν είναι ικανή για τίποτα. Έτσι της φαίνεται. Περίεργες σκέψεις τριγυρίζουν στο μυαλό της και απόψε. Τι κάνει; Τι θα κάνει; Ποια είναι; Ποια θέλει να είναι; Ποια ήταν; Ποια θα γίνει; Θα γίνει κάποια ή θα είναι πάντα το ίδιο τίποτα; Ξέρει, ή μάλλον βλέπει, νιώθει πως όλοι είναι ξεχωριστοί.  Ο καθένας με το δικό του τρόπο. Και μετά είναι αυτή. Δεν μπορεί να δει πως είναι ξεχωριστή αυτή. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί είναι ξεχωριστή. Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προφανώς δεν είναι. Απορεί πως της πέρασε έστω από το μυαλό πως μπορεί να είναι ξεχωριστή. Το ξέρει. Πάντα το ήξερε. Ούτε όμορφη είναι, ούτε καμιά ιδιαίτερη προσωπικότητα έχει. Τίποτα. Μια καταδικασμένη μετριότητα. Έτσι γεννήθηκε, έτσι θα πεθάνει. Όσο σκληρά κι αν παλεύει για να αλλάξει αυτό. Πόσες φορές δεν σκέφτηκε ότι καλύτερα θα ήταν να ήταν ένα μηδενικό πάρα μια μετριότητα; Τη μισεί τη μετριότητα. Θεωρεί ότι αυτό είναι που καταστρέφει τους ανθρώπους. Η μετριότητα και η συνήθεια. Και είναι ότι μισεί. Μια συνηθισμένη μετριότητα. Χωρίς να ξέρει ούτε πως, ούτε γιατί, πάντα βρίσκει ένα τρόπο να καταστρέφει ότι αγαπάει. Να κάνει κομμάτια ότι την ενδιαφέρει. Ίσως γι’ αυτό τώρα πια προσποιείται ότι δεν την ενδιαφέρει τίποτα, για να μη διαλύσει τίποτα άλλο, κανέναν άλλο. Σχεδόν έπεισε τον εαυτό της ότι ισχύει όμως. Ότι δεν την ενδιαφέρει κανένας και τίποτα, ότι δεν νοιάζεται για κανένα και τίποτα. Σχεδόν το έχει καταφέρει, εκτός από εκείνα τα βράδια που κάθεται μόνη της, στο δωμάτιο της και σκέφτεται. Νοιάζεται. Κατά βάθος το ξέρει. Μα δεν θέλει να το δεχτεί. Φτάνει τόσο κοντά στο να πείσει τον εαυτό της ότι δεν νοιάζεται. Δεν μπορεί σε ένα μόνο βράδυ να γυρνάει στην αρχή. Δεν νοιάζεται. Το φωνάζει. Για να το ακούσει ποίος; Αυτή; Και αυτή η κραυγή είναι τόσο εκκωφαντική μες τη σιωπή. Είναι μια απελπισμένη κραυγή. Μια απελπισμένη κραυγή που με το δικό της τρόπο ζητάει βοήθεια. Μα κανένας δεν την ακούει. Κανένας δεν τη καταλαβαίνει. Κανένας δεν δίνει σημασία στη τρελή που φωνάζει. Γιατί να το κάνει άλλωστε; Αφού αυτή δε νοιάζεται για κανένα. Γιατί να νοιαστούν αυτοί ; Έτσι δεν λέει αυτή; Έτσι λέει. Τι λόγο έχουν να την αμφισβητήσουν; Αν λέει ότι δεν νοιάζεται, δεν νοιάζεται. Ποίος ο λόγος να ψάξουν βαθύτερα; Ποίος ξέρει τι μπορεί να κρύβει αυτή; Και αν ψάξουν, αν ψάξουν θα τους αρέσει αυτό που θα δουν;; Όχι, σίγουρα όχι. Τα μάτια της είναι τόσο σκοτεινά. Κρύβουν τόσα πολλά. Φαίνεται αυτό. Ίσως για αυτό δεν μπαίνει κανένας στο κόπο να δει. Γιατί είναι πολλά, και ποίος θα το αντέξει; Κανένας. Εδώ η ίδια δεν αντέχει τον εαυτό της. Τον μισεί. Τον απεχθάνεται. Από κάθε άποψη. Πως μπορεί κάποιος άλλος που θα μάθει να την αγαπάει; Δε μπορεί. Για αυτό καλύτερα να μη ξέρει κανένας. Όχι ότι την αγαπάει κανένας έτσι κι αλλιώς. Μα αν μάθουν, αν μάθουν θα είναι χειρότερα. Πάντα είναι χειρότερα όταν ξέρουν κι άλλοι. Για αυτό δεν αφήνει κανένα να τη πλησιάσει μάλλον. Γιατί φοβάται. Φοβάται μη μάθουν οι άλλοι τι είναι. Και τότε, τότε όχι μόνο δεν θα την αγαπούν -άλλωστε, αυτό το έχει συνηθίσει, δεν την ενοχλεί και τόσο πια, δεν αγαπά, για να την αγαπούν, αγαπά γιατί έτσι θέλει, έτσι νιώθει- αλλά θα την σιχαίνονται, όπως σιχαίνεται η ίδια τον εαυτό της. Και τότε τι; Δε θα μείνει κανένας δίπλα της. Ούτε επιφανειακά έστω, γιατί πραγματικά δίπλα της ποίος ήταν ποτέ; Κανένας. Το ξέρει αυτό. Το δέχεται. Το καταλαβαίνει, ούτε αυτή θα πλησίαζε και πόσο μάλλον θα στεκόταν σε ένα άτομο σαν κι αυτή. Ξέρει πόσο σπαστική μπορεί να γίνει. Μα το κάνει ασυναίσθητα. Δε το καταλαβαίνει. Και γίνεται σπαστική με αυτούς που αγαπά, με αυτούς που νοιάζεται. Όχι δε νοιάζεται. Δε νοιάζεται για κανένα και για τίποτα. Δε μπορεί να νοιάζεται. Ό,τι αγαπάει το καταστρέφει. Δε θέλει να νοιάζεται. Το είπαμε και πριν, δεν έχει δικαίωμα να νοιάζεται. Ούτε καν για αυτόν. Γιατί ούτε αυτόν τον αγαπάει. Πόσες φορές δε το έχει πει σε όλους; Πόσες φορές δε το έχει πει στον ίδιο; ''Σ'αγαπάω, ούτε καν ρε χαζέ, μη χαίρεσαι, θα 'θέλες''.  Ποία είναι αυτή για να θέλει αυτόν; Δεν του αξίζει, αυτός είναι τόσο καλός. Βέβαια κι αυτός κουβαλάει πολλά φαίνεται. Κι αυτού τα μάτια του είναι σκοτεινά, μα αυτού έχουν και μια λάμψη, μια λάμψη αλλιώτικη. Κάθε φορά που τα κοιτάει αυτή τα μάτια του και χάνεται και ταξιδεύει, τραβά το βλέμμα της και έχει πονοκέφαλο. Είναι όλα τόσο έντονα μεταξύ τους. 2 χαμένες ψυχές. Δεν υπάρχει μεταξύ τους. Δεν υπάρχει τίποτα. Απλά είναι 2 άνθρωποι, άνθρωποι που δε κολλάνε πουθενά και που κολλάνε σε όλα. Τέτοιοι άνθρωποι. Που λείπει ο ένας στον άλλον, μα κανένας δε το λέει, μα κανένας δεν κάνει κάτι για να το δείξει. Εγωιστές. Αυτό είναι. Και οι δύο είναι εγωιστές. Κάνουν πως τάχα δεν τους νοιάζει. Καλά αυτόν μάλλον δεν τον νοιάζει στα αλήθεια. Τι δουλειά έχει με αυτήν άλλωστε; Αυτός είναι η χαρά της ζωής, αυτή πάλι, ας μη το συζητήσουμε. Μάλλον όντως αυτός δε νοιάζεται, για αυτό και δε κάνει τίποτα να της το δείξει. Αυτή όμως; Αυτή νοιάζεται. Το ξέρει. Δε θέλει να το παραδεχτεί. Δεν το παραδέχεται. Δεν θα τον αφήσει να δει πως νοιάζεται. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Δεν της λείπει. Δεν την ενδιαφέρει τι κάνει. Δε γαμιέται; Ναι γαμιέται, κυριολεκτικά όμως, και αυτή τη πονάει. Δε θέλει να ξέρει. Θέλει να κόψει κάθε επαφή. Όχι δε θέλει. Θέλει γαμώτο, θέλει, αλλά δε μπορεί. Της είναι απαραίτητος. Δεν το δέχεται όμως, το παλεύει, να μην είναι έτσι. Δε γίνεται να είναι έτσι. Αν είναι έτσι αυτή μια ζωή θα πληγώνεται- και ας λέει ότι δεν πληγώνεται- και αυτός δε θα ξέρει τίποτα, θα το κάνει άθελα του. Και αυτουνού δε του αρέσει να πληγώνει κόσμο. Και αυτή τον προκαλεί. Παίζουν περίεργο παιχνίδι αυτοί. Μάλλον δεν το ξέρουν ούτε οι ίδιοι. Τι κρίμα. Αν αυτή μιλούσε.. Ποίος ξέρει; Ίσως να της έκοβε τη καλημέρα -που δε τη λένε κιόλας, έτσι κι αλλιώς- και ίσως τότε αυτός να της περνούσε. Αλλά είναι δειλή. Μια δειλή μετριότητα. Ανίκανη να κρατήσει την οποιαδήποτε σχέση. Τα κάνει σκατά σε ότι έχει να κάνει με τις ανθρώπινες σχέσεις. Είναι να απορείς μετά που δεν τους αγαπά τους ανθρώπους, που δεν τους πάει. Δεν είναι ότι της έχουν κάνει κάτι, αλλά, αυτή μάλλον είναι τόσο προβληματική, που δε τα βρίσκει μαζί τους. Μετά από λίγο τους διώχνει, δεν ξέρει γιατί, δεν ξέρει πως, αλλά το κάνει. Εσκεμμένα ή άθελα της, το κάνει. Τι να πεις όμως, τι μπορείς να πεις; Τίποτα δε μπορείς να της πεις. Δεν θα ακούσει. Είναι ξεροκέφαλη, παγιδευμένη στον εαυτό της, για πάντα..